- μεγαλοκόρυφος
- μεγαλοκόρυφος, -ον (Α)αυτός που έχει ψηλές κορυφές («μεγαλοκόρυφος γῆ», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + κορυφή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλοκορύφου — μεγαλοκόρυφος with lofty summits masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek